χωρητικώς

χωρητικώς
Α
επίρρ. βλ. χωρητικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χωρητικῶς — χωρητικός able to contain adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωρητικός — ή, ό / χωρητικός, ή, όν, ΝΜΑ [χωρητός] ο ικανός να χωρέσει, να περιλάβει κάτι νεοελλ. φρ. «χωρητική αντίσταση» (ηλεκτρολ.) η αντίσταση που προβάλλει στη διέλευση ενός ημιτονοειδούς εναλλασσόμενου ρεύματος ένας πυκνωτής ή ένας οποιοσδήποτε αγωγός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”